Είναι εμφανές ότι η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας ανέτρεψε εκ βάθρων τον ιατρικό χάρτη της χώρας μας.
Η ελάττωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών (κατά προσέγγιση στο 50%) μαζί με τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα των νοσοκομείων οδήγησε πολλούς Έλληνες ιατρούς προς την έξοδο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είτε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο είχε ως συνέπεια τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική υποβάθμιση της ιατρικής κάλυψης των δημόσιων νοσοκομείων.
Το πρώτο είναι σαφές γιατί αναφέρεται στη σταδιακή δημιουργία κενών θέσεων στις περισσότερες ειδικότητες σε όλα σχεδόν τα νοσοκομεία.
Το δεύτερο θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η συνεχής αποδυνάμωση του ΕΣΥ από έμπειρους ιατρούς λόγω παραίτησης ή αφυπηρέτησης χωρίς την ομαλή αντικατάσταση τους με νέους, οδήγησε στη δημιουργία ενός ηλικιακού χάσματος, που ουσιαστικά στέρησε τη μεταλαμπάδευση της γνώσης και της εμπειρίας από τους παλαιότερους προς τους νεότερους!
Η πανδημία κατά την τελευταία διετία επιδείνωσε κατά δραματικό τρόπο την κατάσταση αυτή, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το ιατρικό έργο, το οποίο όμως άλλαξε χαρακτήρα: τα πιο πολλά νοσοκομεία μας εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε νοσοκομεία μιας νόσου (COVID 19)!
Συνέπεια αυτής της αναγκαστικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος είναι πλέον η συνεχής φυγή των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών μας, οι οποίοι αναζητούν νοσοκομεία του εξωτερικού για την ειδίκευση τους, όπου και θα παραμείνουν για να ασκήσουν την ειδικότητα τους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν λύσεις για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Και βέβαια υπάρχουν με τη μόνη προϋπόθεση όλοι, πολιτεία και κοινωνία να είμαστε έτοιμοι να τις αποδεχθούμε.
Οι λύσεις για τα νοσοκομεία
Στη συνέχεια θα απαριθμήσω κάποιες προτάσεις, που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές ούτε οι καλύτερες. Μαζί με άλλες, που ελπίζω «να πέσουν στο τραπέζι», μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την «έξοδο από αυτό το τούνελ».
Οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσες, ενδιάμεσες και απώτερες.
Στις άμεσες λύσεις η όσο το δυνατό περισσότερη στελέχωση των νοσοκομείων με προσλήψεις ιατρών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», όμως η πραγματικότητα είναι ότι προκηρύσσονται θέσεις και δεν υπάρχουν υποψήφιοι!
Ως εκ τούτου η συνεργασία και η μείξη των ιατρών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με όρους και κανόνες είναι μια ρεαλιστική λύση (υπάρχουν αναλυτικές εισηγήσεις για το πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση / έμμεση αύξηση των αποδοχών των ιατρών θα αποτελέσει ένα κίνητρο, που θα οδηγήσει και στον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων ιατρών από το εξωτερικό (ενδιάμεση λύση).
Επειδή όμως η λύση αυτή δεν οδηγεί στη σε βάθος χρόνου δημιουργία δεξαμενής νέων ιατρών, θα πρέπει να ανακαλύψουμε νέες λύσεις, που όμως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ήδη παλιές και δοκιμασμένες.
Αναφέρομαι απλά στη σύσταση θέσεων αλλοδαπών φοιτητών Ιατρικής, υπότροφων του ελληνικού κράτους, οι οποίοι στη συνέχεια σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν στη χώρα μας, θα ειδικευθούν και θα στελεχώσουν τα δικά μας νοσοκομεία.
Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε μια τέτοια λύση ως δημογραφική αλλοίωση του ιατρικού σώματος!
Όλοι, όσοι έχουμε εκπαιδευτεί σε χώρες του εξωτερικού, ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι η ενσωμάτωση των αλλοδαπών ιατρών στις χώρες που επέλεξαν κι επελέγησαν. Σημαντικό στοιχείο η γνώση της γλώσσας κάθε χώρας, που αποτελεί και το κλειδί της αφομοίωσης τους. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή αφορά σε φοιτητές και μόνο!
Είναι εμφανές ότι η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας ανέτρεψε εκ βάθρων τον ιατρικό χάρτη της χώρας μας.
Η ελάττωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών (κατά προσέγγιση στο 50%) μαζί με τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα των νοσοκομείων οδήγησε πολλούς Έλληνες ιατρούς προς την έξοδο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είτε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο είχε ως συνέπεια τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική υποβάθμιση της ιατρικής κάλυψης των δημόσιων νοσοκομείων.
Το πρώτο είναι σαφές γιατί αναφέρεται στη σταδιακή δημιουργία κενών θέσεων στις περισσότερες ειδικότητες σε όλα σχεδόν τα νοσοκομεία.
Το δεύτερο θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η συνεχής αποδυνάμωση του ΕΣΥ από έμπειρους ιατρούς λόγω παραίτησης ή αφυπηρέτησης χωρίς την ομαλή αντικατάσταση τους με νέους, οδήγησε στη δημιουργία ενός ηλικιακού χάσματος, που ουσιαστικά στέρησε τη μεταλαμπάδευση της γνώσης και της εμπειρίας από τους παλαιότερους προς τους νεότερους!
Η πανδημία κατά την τελευταία διετία επιδείνωσε κατά δραματικό τρόπο την κατάσταση αυτή, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το ιατρικό έργο, το οποίο όμως άλλαξε χαρακτήρα: τα πιο πολλά νοσοκομεία μας εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε νοσοκομεία μιας νόσου (COVID 19)!
Συνέπεια αυτής της αναγκαστικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος είναι πλέον η συνεχής φυγή των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών μας, οι οποίοι αναζητούν νοσοκομεία του εξωτερικού για την ειδίκευση τους, όπου και θα παραμείνουν για να ασκήσουν την ειδικότητα τους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν λύσεις για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Και βέβαια υπάρχουν με τη μόνη προϋπόθεση όλοι, πολιτεία και κοινωνία να είμαστε έτοιμοι να τις αποδεχθούμε.
Οι λύσεις για τα νοσοκομεία
Στη συνέχεια θα απαριθμήσω κάποιες προτάσεις, που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές ούτε οι καλύτερες. Μαζί με άλλες, που ελπίζω «να πέσουν στο τραπέζι», μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την «έξοδο από αυτό το τούνελ».
Οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσες, ενδιάμεσες και απώτερες.
Στις άμεσες λύσεις η όσο το δυνατό περισσότερη στελέχωση των νοσοκομείων με προσλήψεις ιατρών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», όμως η πραγματικότητα είναι ότι προκηρύσσονται θέσεις και δεν υπάρχουν υποψήφιοι!
Ως εκ τούτου η συνεργασία και η μείξη των ιατρών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με όρους και κανόνες είναι μια ρεαλιστική λύση (υπάρχουν αναλυτικές εισηγήσεις για το πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση / έμμεση αύξηση των αποδοχών των ιατρών θα αποτελέσει ένα κίνητρο, που θα οδηγήσει και στον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων ιατρών από το εξωτερικό (ενδιάμεση λύση).
Επειδή όμως η λύση αυτή δεν οδηγεί στη σε βάθος χρόνου δημιουργία δεξαμενής νέων ιατρών, θα πρέπει να ανακαλύψουμε νέες λύσεις, που όμως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ήδη παλιές και δοκιμασμένες.
Αναφέρομαι απλά στη σύσταση θέσεων αλλοδαπών φοιτητών Ιατρικής, υπότροφων του ελληνικού κράτους, οι οποίοι στη συνέχεια σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν στη χώρα μας, θα ειδικευθούν και θα στελεχώσουν τα δικά μας νοσοκομεία.
Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε μια τέτοια λύση ως δημογραφική αλλοίωση του ιατρικού σώματος!
Όλοι, όσοι έχουμε εκπαιδευτεί σε χώρες του εξωτερικού, ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι η ενσωμάτωση των αλλοδαπών ιατρών στις χώρες που επέλεξαν κι επελέγησαν. Σημαντικό στοιχείο η γνώση της γλώσσας κάθε χώρας, που αποτελεί και το κλειδί της αφομοίωσης τους. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή αφορά σε φοιτητές και μόνο!
Είναι εμφανές ότι η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας ανέτρεψε εκ βάθρων τον ιατρικό χάρτη της χώρας μας.
Η ελάττωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών (κατά προσέγγιση στο 50%) μαζί με τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα των νοσοκομείων οδήγησε πολλούς Έλληνες ιατρούς προς την έξοδο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είτε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο είχε ως συνέπεια τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική υποβάθμιση της ιατρικής κάλυψης των δημόσιων νοσοκομείων.
Το πρώτο είναι σαφές γιατί αναφέρεται στη σταδιακή δημιουργία κενών θέσεων στις περισσότερες ειδικότητες σε όλα σχεδόν τα νοσοκομεία.
Το δεύτερο θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η συνεχής αποδυνάμωση του ΕΣΥ από έμπειρους ιατρούς λόγω παραίτησης ή αφυπηρέτησης χωρίς την ομαλή αντικατάσταση τους με νέους, οδήγησε στη δημιουργία ενός ηλικιακού χάσματος, που ουσιαστικά στέρησε τη μεταλαμπάδευση της γνώσης και της εμπειρίας από τους παλαιότερους προς τους νεότερους!
Η πανδημία κατά την τελευταία διετία επιδείνωσε κατά δραματικό τρόπο την κατάσταση αυτή, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το ιατρικό έργο, το οποίο όμως άλλαξε χαρακτήρα: τα πιο πολλά νοσοκομεία μας εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε νοσοκομεία μιας νόσου (COVID 19)!
Συνέπεια αυτής της αναγκαστικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος είναι πλέον η συνεχής φυγή των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών μας, οι οποίοι αναζητούν νοσοκομεία του εξωτερικού για την ειδίκευση τους, όπου και θα παραμείνουν για να ασκήσουν την ειδικότητα τους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν λύσεις για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Και βέβαια υπάρχουν με τη μόνη προϋπόθεση όλοι, πολιτεία και κοινωνία να είμαστε έτοιμοι να τις αποδεχθούμε.
Οι λύσεις για τα νοσοκομεία
Στη συνέχεια θα απαριθμήσω κάποιες προτάσεις, που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές ούτε οι καλύτερες. Μαζί με άλλες, που ελπίζω «να πέσουν στο τραπέζι», μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την «έξοδο από αυτό το τούνελ».
Οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσες, ενδιάμεσες και απώτερες.
Στις άμεσες λύσεις η όσο το δυνατό περισσότερη στελέχωση των νοσοκομείων με προσλήψεις ιατρών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», όμως η πραγματικότητα είναι ότι προκηρύσσονται θέσεις και δεν υπάρχουν υποψήφιοι!
Ως εκ τούτου η συνεργασία και η μείξη των ιατρών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με όρους και κανόνες είναι μια ρεαλιστική λύση (υπάρχουν αναλυτικές εισηγήσεις για το πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση / έμμεση αύξηση των αποδοχών των ιατρών θα αποτελέσει ένα κίνητρο, που θα οδηγήσει και στον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων ιατρών από το εξωτερικό (ενδιάμεση λύση).
Επειδή όμως η λύση αυτή δεν οδηγεί στη σε βάθος χρόνου δημιουργία δεξαμενής νέων ιατρών, θα πρέπει να ανακαλύψουμε νέες λύσεις, που όμως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ήδη παλιές και δοκιμασμένες.
Αναφέρομαι απλά στη σύσταση θέσεων αλλοδαπών φοιτητών Ιατρικής, υπότροφων του ελληνικού κράτους, οι οποίοι στη συνέχεια σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν στη χώρα μας, θα ειδικευθούν και θα στελεχώσουν τα δικά μας νοσοκομεία.
Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε μια τέτοια λύση ως δημογραφική αλλοίωση του ιατρικού σώματος!
Όλοι, όσοι έχουμε εκπαιδευτεί σε χώρες του εξωτερικού, ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι η ενσωμάτωση των αλλοδαπών ιατρών στις χώρες που επέλεξαν κι επελέγησαν. Σημαντικό στοιχείο η γνώση της γλώσσας κάθε χώρας, που αποτελεί και το κλειδί της αφομοίωσης τους. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή αφορά σε φοιτητές και μόνο!
Τάσος Χατζής
Παιδίατρος – Εντατικολόγος
Μέλος ΔΣ του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών